Συνέδρια ΟΛΜΕ-ΔΟΕ: ένα κρίσιμο στιγμιότυπο στη μάχη για τη ταξική ανασυγκρότηση του κινήματος

της Άννας Μπαχτή, εκπροσώπου των Παρεμβάσεων στο ΔΣ της ΟΛΜΕ,

του Μιχάλη Μιλτσακάκη πρώην εκπροσώπου των Παρεμβάσεων στο ΔΣ της ΔΟΕ

Κανέναν δεν ξαφνιάζει η διαπίστωση πως το εκπαιδευτικό κίνημα ως αναπόσπαστο κομμάτι του εργατικού και συνδικαλιστικού κινήματος βρίσκεται σε μία περίοδο βαθιάς κρίσης. Η αποσυσπείρωση από τα σωματεία και η απομάκρυνση από τις συλλογικές διαδικασίες δείχνει να αποκτά «μόνιμα» χαρακτηριστικά κυρίως μετά τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Η βίαιη εφαρμογή των μνημονίων και των επιδιώξεων του κεφαλαίου από την αυτοαποκαλούμενη «αριστερή» κυβέρνηση έσπειρε την απογοήτευση στον κόσμο της εργασίας, ο οποίος προσδοκούσε τουλάχιστον να «μπει φρένο» στις ακραίες εκδοχές της νεοσυντηρητικής αναδιάρθρωσης στην εκπαίδευση και στο χτύπημα των εργασιακών δικαιωμάτων, της περιόδου των προηγούμενων κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ και ΝΔ. Οι κυρίαρχες δυνάμεις του κυβερνητικού, εργοδοτικού συνδικαλισμού, παλιού και νέου,  ρίχνοντας τα βάρη πολύ εύκολα στους εκπαιδευτικούς που «δεν συμμετέχουν, δεν αντέχουν την απεργία, δεν έρχονται στις Γ.Σ», αρνούνται πλέον να οργανώσουν έστω στοιχειώδεις αμυντικούς αγώνες, απέναντι στα μέτρα που υλοποιούνται. Η ανυποληψία δεν εστιάζεται μόνο στο επίπεδο των τριτοβάθμιων οργανώσεων ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, που έτσι και αλλιώς αντιμετωπίζονταν με καχυποψία από τους εκπαιδευτικούς, αλλά και στο επίπεδο των Ομοσπονδιών, ΟΛΜΕ-ΔΟΕ και των πρωτοβάθμιων σωματείων.

Την ίδια στιγμή όμως,  εξαιτίας της ραγδαίας επιδείνωσης των συνθηκών ζωής, των εργασιακών δικαιωμάτων και της κατάστασης του δημόσιου σχολείου, που στο αμέσως επόμενο διάστημα θα πάρει νέα ποιοτικά, αντιδραστικά χαρακτηριστικά, η συζήτηση και η αγωνία στο ευρύτερο  πρωτοπόρο αγωνιστικό κομμάτι της εκπαίδευσης ανοίγει με νέους όρους για το «αν και πως μπορούμε να πάμε αλλιώς».

Ο αγώνας για να σταματήσουν οι αντιδραστικές καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις και να ανατραπούν όσα έχουν επιβληθεί μέχρι σήμερα από Ε.Ε.-Δ.Ν.Τ.-Ο.Ο.Σ.Α, κεφάλαιο με την πλήρη συμφωνία και συνεργασία των μέχρι τώρα κυβερνήσεων, η οργάνωση της αντεπίθεσης ενός νικηφόρου εργατικού κινήματος αποτελεί κομβικής σημασίας ζήτημα για την επιβίωση των εργαζόμενων.

Δύο χρόνια μετά τα συνέδρια του 2015, οι αγωνιστικές κινητοποιήσεις στο χώρο της εκπαίδευσης αλλά και στον ευρύτερο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, έχουν κοπάσει από το κρεσέντο των μαζικών συγκρούσεων στους δρόμους και τις πλατείες του 2012, στο επίπεδο της διαμαρτυρίας χάριν της βιωσιμότητας μιας εύκολης, «αριστερής» κυβερνητικής λύσης. Η ελπίδα που καλλιεργήθηκε πως η ανατροπή της βαρβαρότητας περνά μέσα από την κυβέρνηση, εντός πλαισίου Ε.Ε. και ευρώ και σε διαπραγμάτευση  και συμφωνία με το κεφάλαιο,κατέρρευσε. Η συγκλονιστική μάχη του ΟΧΙ και η μεγάλη απογοήτευση που έφερε το βροντερό ΝΑΙ της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, η όλη πορεία της κυβέρνησης με την υπογραφή του 3ου  και 4ου μνημονίου και την απαρέγκλιτη εφαρμογή όλων των προηγούμενων, έχει σαν αποτέλεσμα να κυριαρχεί η απογοήτευση και η έλλειψη αυτοπεποίθησης στους εργαζόμενους και στους εκπαιδευτικούς, ότι μπορούν να ανατρέψουν αυτή την πολιτική. Έτσι παρά τα διάσπαρτα ξεσπάσματα αγωνιστικών κινητοποιήσεων που κρατάνε ακόμη ανοιχτό το ερώτημα της σύγκρουσης, οι αντιδράσεις της πλειοψηφίας είναι υποτονικές και η κυβέρνηση κερδίζει ανοχή και πολιτικό χρόνο στην υλοποίηση της πολιτικής της. Κυριαρχούν στον κόσμο τα επιχειρήματα του Τ.Ι.Ν.Α. (There Is No Alternative) και του ξεπουλήματος των αγώνων, ενώ η αγανάκτηση από την αδυναμία κάλυψης των βασικών αναγκών της ζωής και την επιθετικότητα των εργοδοτών στον ιδιωτικό τομέα, παραμένει βουβή.

Η κοινωνική καταβύθιση συνεχίζεται με αμείωτους ρυθμούς

Βρισκόμαστε στην περίοδο μιας βαθιάς, ιστορικής, δομικής κρίσης του καπιταλισμού που οι μηχανές για το ξεπέρασμα της περνάνε ως οδοστρωτήρας πάνω από κάθε εργατικό δικαίωμα που κατακτήθηκε με σκληρούς ταξικούς αγώνες. Κεφάλαιο και υπερεθνικοί οργανισμοί λεηλατούν κάθε δημόσιο κοινωνικό αγαθό, κερδισμένο από το μόχθο της κοινωνικής πλειοψηφίας. Καταργούν κάθε δημοκρατικό δικαίωμα χτίζοντας κράτη έκτακτης ανάγκης με περίκλειστα τείχη, καταστολή και μέτρα ολοκληρωτικού χαρακτήρα. Αιματοκυλούν τους λαούς και δημιουργούν  τεράστια ρεύματα προσφυγιάς και μετανάστευσης ενώ ετοιμάζουν τα «κανόνια τους» για νέες πολεμικές αναμετρήσεις, για να μοιράσουν ξανά τις αγορές. Τάζουν «ανάπτυξη» κρύβοντας πως η όποια αναιμική ανάπτυξη, θα έλθει με τη δραστική υποτίμηση της εργασίας και τη πλήρη διάλυση των εργασιακών σχέσεων. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, 60 χρόνια από την ίδρυση της αποδεικνύεται πως δεν είναι το σπίτι των λαών αλλά ο λάκκος των λεόντων για κάθε εργατικό δικαίωμα.  Ε.Ε. σημαίνει δημοσιονομικά σύμφωνα σταθερότητας, ισοσκελισμένοι προϋπολογισμοί, λεηλασία των κοινωνικών και εργασιακών δικαιωμάτων, μόνιμα μνημόνια και διαρκής επιτροπεία. Η Ε.Ε. μέσα από ντιρεκτίβες, οδηγίες, οργανισμούς κλπ ενορχηστρώνει το νέο ευέλικτο επιχειρηματικό φθηνό σχολείο της αγοράς. Σπρώχνει τη νεολαία μαζικά στην κατάρτιση -μαθητεία  για ένα κομμάτι ψωμί και τους απόφοιτους των Πανεπιστημίων στη μαζική μετανάστευση. Προετοιμάζουν τον μισοπληρωμένο, ανακυκλώσιμο, ελαστικά εργαζόμενο για τις επιχειρήσεις τους.  Σε αυτό το σχολείο ο εκπαιδευτικός θα είναι υποταγμένος και σιωπηλός στην πολιτική τους, κακοπληρωμένος, ευέλικτος και σε πλήρη κινητικότητα. Σε αυτό το σχολείο οι ελαστικές σχέσεις εργασίας θα αυξάνονται ραγδαία σε βάρος της μόνιμης και σταθερής δ

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ υλοποιεί πλήρως και σε συμφωνία με τους θεσμούς αυτή την πολιτική υπογράφοντας νέα μνημόνια. Το Υπουργείο Παιδείας προωθεί πλήρως και ενεργά την πολιτική Ε.Ε.-Ο.Ο.Σ.Α.-Δ.Ν.Τ. κεφαλαίου στο χώρο της δημόσιας παιδείας. Αυτονομία αξιολόγηση ευελιξία κινητικότητα δημοσιονομική προσαρμογή είναι οι λέξεις κλειδιά της πολιτικής του.

Από κοντά όλο το αστικό μνημονιακό μπλοκ συντάσσεται και πιέζει στην πιο γρήγορη και βίαιη εφαρμογή των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων. Ο Μητσοτάκης δίνει όρκους πίστης στο Σόϊμπλε και την Ε.Ε. ότι θα υλοποιήσει πιστά και πιο αποτελεσματικά τα μνημονιακά μέτρα, όταν και όποτε σχηματίσει κυβέρνηση.

Η παραπάνω κατάσταση και η αδυναμία στοιχειώδους αναχαίτισης του ρυθμού χειροτέρευσης της κατάστασης των εργαζομένων, βάζει το καθήκον στο πρωτοπόρο αγωνιστικό, αντικαπιταλιστικό δυναμικό των εκπαιδευτικών των Παρεμβάσεων να λογαριαστεί με την εμπειρία του, για να αναμετρηθεί με την ανάγκη ανατροπής αυτής της κατάστασης. Να απαντήσει μαζί με τους εκπαιδευτικούς στο ερώτημα τι χρεοκόπησε αλλά και τι πρέπει να γίνει. Χρεοκόπησε τελικά η έννοια των αγώνων και της Αριστεράς, όπως  διατείνονται ο Μητσοτάκης και το ΠΑΣΟΚ και επιβεβαιώθηκε ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος από τα μνημόνια και την Ε.Ε.;

Χρεοκόπησε ότι ηγεμόνευσε στη συνείδηση και την πρακτική του συνδικαλιστικού κινήματος, ιδιαίτερα από το 2012 και μετά

Χρεοκόπησε η ιδέα, που περίτεχνα προώθησε και προωθεί ο ΣΥΡΙΖΑ, ότι μπορεί να υπάρξει ανακούφιση και «παράλληλο πρόγραμμα» μέσα στην κόλαση της Ε.Ε. και των μνημονίων για να καταλήξει να κάνει τους πλούσιους πλουσιότερους και τους φτωχούς να μοιράζονται μια διαρκώς αυξανόμενη φτώχεια.

Χρεοκόπησε η αντίληψη που όχι μόνο δεν έβλεπε την Ε.Ε. σαν εχθρό, αλλά την όριζε σαν σύμμαχο. Που θεωρούσε ότι φταίνε μόνο οι κακοί Γερμανοί, αλλά η υπόλοιπη Ε.Ε. είναι πεδίο  προοδευτικό, εντός του οποίου θα αποσπάσουμε κατανόηση και ομαλή διευθέτηση του χρέους. Η αντίληψη δηλαδή που υποστήριζε ότι η διαυγής αναγνώριση του αντιπάλου σου είναι ιδεοληψία, ενώ αυτόν κουνούσε σύμπασα η άρχουσα τάξη μπροστά στα μάτια σου κάθε φορά που το κίνημα έκανε ένα βήμα μπροστά. Ηττήθηκε η αντίληψη για μη προετοιμασία του εργατικού κινήματος για αναμέτρηση με την Ε.Ε. και έξοδο από αυτήν, σε κάθε κρίσιμη φάση που το απαιτούσε και η υποκατάσταση αυτής της προετοιμασίας με τη δήθεν έκφραση της λαϊκής θέλησης μέσω Δημοψηφίσματος. Έτσι φτάσαμε μετά από επτά χρόνια βομβαρδισμού της λαϊκής συνείδησης, με την καταστροφολογία του ενδεχομένου της εξόδου από τη Ε.Ε., να καταστρέφεται ουσιαστικά κάθε δυνατότητα κοινωνικής ανάταξης. Την ίδια στιγμή το ΚΚΕ, μέσα από το Συνέδριό του περνά από μια θέση που τοποθετούσε την έξοδο από την Ε.Ε. μακριά από το υπαρκτό σήμερα, στην υιοθέτηση της καταστροφολογίας. Κι όλα αυτά την περίοδο του Brexit που η Ε.Ε. κλονίζεται και  οδηγεί συστημικές εφημερίδες, όπως το ΒΗΜΑ να εξετάζουν τα πιθανά σενάρια αν χρεοκοπήσει η ευρωζώνη.

Χρεοκόπησε η περίφημη ιδέα του αντιμνημονιακού, πατριωτικού μετώπου ενάντια στους «ξένους» που φταίνε και η υποστολή της πάλης απέναντι στην ελληνική ολιγαρχία, αφού όλοι καταβυθίζονται. Αυτά τα επτά χρόνια μνημονιακής επιτροπείας, στην Ελλάδα πραγματοποιείται ένα αδίστακτο πείραμα για την ανάταξη των εργοδοτικών κερδών. Πόσο μπορεί να καταβυθιστεί μια χώρα του ανεπτυγμένου καπιταλισμού όχι μόνο με τη λιτότητα αλλά και με την υποτίμηση της εργασίας σε καθεστώς δουλοπαροικίας. Το ελληνικό κεφάλαιο κερδίζει από αυτό το πείραμα στο εσωτερικό της χώρας, έστω κι αν η θέση του συνολικά στην Ε.Ε. είναι υποδεέστερη σχετικά με την περίοδο προ κρίσης. Το εργατικό κίνημα παραιτήθηκε από επιθετικά αιτήματα διεκδίκησης μεγαλύτερου κομματιού του παραγόμενου πλούτου με μείωση των ωρών εργασίας, αυξήσεις στους μισθούς, στις συντάξεις και τα επιδόματα ανεργίας, περιμένοντας πρώτα την ανάκαμψη. Την ίδια στιγμή οι άνεργοι έχουν φτάσει το 1,5 εκατομμύριο και όσοι δουλεύουν, δουλεύουν δωδεκάωρα και πολλές φορές απλήρωτοι.

Όταν ο κόσμος γέμιζε τις πλατείες και τα απεργιακά συλλαλητήρια, η εξουσία είχε φοβηθεί και μπορούσε να «εκβιαστεί» σε υποχώρηση. Όταν γλίστρησε και κυριάρχησε η άποψη ότι μια κυβέρνηση είναι το κατάλληλο, εύκολο μονοπάτι ανακοπής των μνημονιακών μέτρων, έφυγε η πρωτοβουλία από το εργατικό – λαϊκό κίνημα και έγινε η λαϊκή αγανάκτηση διαπραγματευτικό χαρτί, ο φόβος άλλαξε στρατόπεδο. Η αναγκαία συζήτηση για το πώς και σε ποια κατεύθυνση έπρεπε να οργανωθούν οι εργαζόμενοι και η νεολαία ώστε με το κίνημά τους να επιβάλλουν νίκες, μετατράπηκε σε ξεπούλημα των αγώνων (όπως την Άνοιξη του 2013 από ΔΑΚΕ, ΣΥΝΕΚ, ΠΕΚ στην ΟΛΜΕ) και κατευνασμό των μαχητικών διαθέσεων.

Χρεοκόπησε η μυθολογία της δήθεν προωθητικής επίδρασης της ενότητας των πολιτικών δυνάμεων, στη βάση των μίνιμουμ προγραμμάτων πάντα και κυρίως στις εκλογές και η χρησιμότητά της να ενθουσιάζει και να συσπειρώνει τον κόσμο. Ενώ σχεδόν κανείς δεν ασχολείται με τη σφυρηλάτηση της πραγματικής ενότητας των εργαζόμενων μέσα από τα σωματεία τους και της συγκέντρωσης δυνάμεων για την ανατροπή της πολιτικής Ε.Ε., Δ.Ν.Τ, κεφαλαίου, κυβέρνησης μέσα από ένα σχέδιο αποφασιστικού, μέχρι τέλους αγώνα. Την ίδια στιγμή, στο τελευταίο συνέδριο της ΑΔΕΔΥ, αρνούνται να ψηφίσουν την εγγραφή στα σωματεία όλων των ελαστικά εργαζόμενων.

Φτάσαμε μέχρι εδώ όχι γιατί επικράτησε η λογική της ρήξης και η προετοιμασία για αυτήν αλλά γιατί επιβλήθηκε η αποφυγή της. Η επικράτηση της λογικής ότι αντί να παλεύουμε για να μην κατατεθούν νέα μέτρα, περιμένουμε την ημέρα που η κυβέρνηση θα τα ψηφίζει για να κάνουμε διαχείριση πένθους, με μια εικοσιτετράωρη απεργία και μια συγκέντρωση έξω από τη Βουλή. Την πατέντα αυτής της τακτικής την έχουν ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ και ακολουθεί το ΠΑΜΕ. Στο απόγειό της αυτή η καταστροφική λογική φάνηκε πέρσι με τον αντιασφαλιστικό νόμο. Αφού σχεδιάστηκαν κινητοποιήσεις και παρεμβάσεις που συνένωσαν στους δρόμους χιλιάδες ανθρώπους, σε όλη την Ελλάδα, εργαζόμενους από όλα τα πληττόμενα στρώματα, με βασικό σύνθημα να μην κατατεθεί το νομοσχέδιο, ΓΣΕΕ, ΑΔΕΔΥ και ΠΑΜΕ σάλπισαν υποχώρηση και άφησαν την κυβέρνηση να το ψηφίσει ανενόχλητη μέσα στο Πάσχα, από το φόβο τυχόν πτώσης της.

Ο αστικοποιημένος, κυβερνητικός, γραφειοκρατικός συνδικαλισμός βασικός πυλώνας στην προώθηση της μνημονιακής βαρβαρότητας.

Σκόπιμα  οι ηγεσίες του εκπαιδευτικού συνδικαλιστικού κινήματος αγνοούν την παραπάνω συζήτηση και υπογραμμίζουν την απογοήτευση καθηλώνοντας τους εκπαιδευτικούς σε μια στάση παραίτησης. Αντί να πατήσουν πάνω στην υπαρκτή αγανάκτηση που δημιουργείται στη βάση των καυτών ασφυκτικών προβλημάτων εξ’ αιτίας της εφαρμοζόμενης πολιτικής και να μπουν μπροστά στην οργάνωση, την πολιτικοποίηση και την ενιαιοποίηση των αγώνων των εργαζόμενων, συναινούν στην πράξη με την εφαρμοζόμενη πολιτική και δικαιολογούν την κυβέρνηση.

Παλιός και νέος κυβερνητικός συνδικαλισμός (ΔΑΚΕ, ΠΕΚ, ΔΗΔΥ, ΣΥΝΕΚ, ΕΡΑ, ΑΕΕΚΕ) όπως και αν εμφανίζονται σε ΟΛΜΕ-ΔΟΕ, ψηφίζουν μαζί,  διαλέγουν το ρόλο του «κοινωνικού εταίρου» και της συναίνεσης. Έχουν αποδεχτεί την αντιεκπαιδευτική πολιτική της  Ε.Ε. και του 0.0.Σ.Α για το δημόσιο σχολείο, θεωρούν απαράβατο όρο τη σύνδεση του δημόσιου σχολείου με την αγορά, τις επιχειρήσεις, την ανταγωνιστικότητα. Από την πρώτη συνάντηση με τον Υπουργό Παιδείας  φρόντισαν να ξεκαθαρίσουν πως είναι έτοιμοι να συζητήσουν για μια «καλή» αξιολόγηση, υιοθέτησαν την εφαρμογή της μαθητείας, παρά την αντίθετη απόφαση του 16ου Συνέδριου της ΟΛΜΕ, δεν δίστασαν να βάλλουν στον κόφτη των 84 μηνών την προϋπηρεσία των αναπληρωτών, για την πρόσληψή τους, παραβιάζοντας την απόφαση του 17ου Συνέδριου. Αρνήθηκαν να διεκδικήσουν το δικαίωμα των αναπληρωτών να εκλέγονται ως μέλη του ΔΣ της Ομοσπονδίας, με τα ίδια συνδικαλιστικά δικαιώματα με τους μόνιμους, όταν οι Παρεμβάσεις επέβαλαν πέρσι ως μέλος του ΔΣ της ΟΛΜΕ, αναπληρώτρια συνάδελφο που αναγκάστηκε να δουλεύει ταυτόχρονα στον Έβρο. Έκαναν ότι μπορούσαν για την αδρανοποίηση των εκπαιδευτικών, μπλοκάροντας την προκήρυξη Γενικών Συνελεύσεων και Γ.Σ. Προέδρων, αλλά και τη μετασυνεδριακή ΓΣ πέρσι τον Ιούνιο στην ΟΛΜΕ. Αρνήθηκαν να πάρουν πρωτοβουλίες συντονισμού σωματείων και ομοσπονδιών, ενεργοποίησης του κόσμου στο ασφαλιστικό και τα εργασιακά, δηλώνοντας ότι θα κάνουν μόνο ότι αποφασίζει η ΑΔΕΔΥ. Την ίδια κατεύθυνση, με μια μικρή συγκυριακή, συντεχνιακού τύπου διαφοροποίηση σε φραστικό επίπεδο ακολούθησαν και στη ΔΟΕ  ( μια που αποδέχονται το στρατηγικό πακέτο της παραμονής σε Ε.Ε. και ευρώ με κάθε κόστος, όπως και οι πολιτικοί φορείς στους οποίους έχουν αναφορά) στο θέμα του διορισμού των αναπληρωτών. Η στάση αυτή οφείλεται στην πίεση των αναπληρωτών και των Συλλόγων της πρωτοβάθμιας και στο «ένστικτο» αυτοσυντήρησης των, ΔΑΚΕ, ΔΗΣΥ, ΑΕΕΚΕ, στη ΔΟΕ.

Η επιμονή στη συμμετοχή στα μεγάλα τραπέζια του προσχηματικού εθνικού διαλόγου δείχνει την αποδοχή και την προσήλωση τους στο κυρίαρχο πολιτικό σχέδιο για την εκπαίδευση. Όταν τα πορίσματα του εθνικού διαλόγου αποτύπωναν την αντιεκπαιδευτική κατεύθυνση της πολιτικής της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, με βάση τις δεσμεύσεις του 3ου μνημονίου και της έκθεσης Ο.Ο.Σ.Α, ΔΑΚΕ και ΣΥΝΕΚ βοηθούσαν την κυβέρνηση με υπόμνημα εποικοδομητικών προτάσεων, ενώ σε ακραίες περιπτώσεις εξέφραζαν και…. τις «ανησυχίες» τους. Έτσι λοιπόν σκόπιμα καλλιεργούν τη σύγχυση και την αναμονή αντί για την προετοιμασία και την οργάνωση του εκπαιδευτικού κόσμου για την αντιπαράθεση και σύγκρουση με την πολιτική κυβέρνησης Ε.Ε.-Δ.Ν.Τ. κεφαλαίου. Για την πλειοψηφία του ΔΣ της ΔΟΕ, σημείο «καμπής» για την αποχώρηση από το διάλογο ήταν η υπουργική απόφαση Φίλη για το «Ενιαίο Ολοήμερο Δημοτικό Σχολείο». Τότε «κατάλαβαν» ότι ο διάλογος ήταν «προσχηματικός.

Έχοντας αποδεχτεί την κανονικότητα των μνημονίων, των αποφάσεων των δικαστηρίων, του κράτους ως  φυσικά φαινόμενα, επιδιώκουν να ανατρέψουν τα αιτήματα του κλάδου που ανταποκρίνονταν στη νομιμότητα των αναγκών και των δικαιωμάτων μας και κατοχυρώθηκαν μέσα από σκληρούς αγώνες. Έτσι λοιπόν αφού η πίτα μειώνεται επιβάλλουν αντί να «διεκδικήσουμε δουλειά για όλους» να μπούμε στη συζήτηση των κριτηρίων για το ποιος θα δουλέψει και να κάνουμε συμπληρωματικές προτάσεις με βάση το πλαίσιο του Υπουργείου. Παιδείας και του ΣτΕ για τους αναπληρωτές. Οι αναπληρωτές δεν θεωρούνται απολυμένοι τον Ιούνιο αλλά λήγει η σύμβαση εργασίας τους. Τι κι αν δουλεύουν τις περισσότερες φορές στην ίδια περιοχή, στο ίδιο σχολείο πάνω από 10 χρόνια. Ότι προτείνουν Ε.Ε. –Ο.Ο.Σ.Α και Θεσμοί, είναι απαράβατο όριο τους. Κοινός παρονομαστής της στάσης τους είναι ότι ο εργαζόμενος και ο νέος δεν μπορεί να διεκδικεί τον πλούτο που παράγει, πρέπει να αρκείται ως ζητιάνος στα ψίχουλα που του δίνουν αυτοί που κλέβουν τον ιδρώτα του. Αποσυνδέουν την πάλη και τις διεκδικήσεις από τους πολιτικούς ενόχους και το κεφάλαιο, επιτρέποντας στην αστική πολιτική να αλωνίζει και όλα αυτά στο όνομα της αυτονομίας και της ενότητας των συνδικάτων. Αρνούνται συστηματικά την ανάπτυξη αποφασιστικών κλαδικών, αλλά και συντονισμένων διακλαδικών αγώνων με κέντρο τα πρωτοβάθμια σωματεία με λογική σύγκρουσης και μαχητικές μορφές πάλης. Η ΠΕΚ στην ΟΛΜΕ διεκδικεί την επανεκλογή της στο ΔΣ, δηλώνοντας χωρίς ενδοιασμούς ότι «φυσικά δεν ζητάμε ξεσηκωμούς και απεργίες – άλλωστε θα είμαστε οι τελευταίοι που θα αναφέραμε κάτι τέτοιο. Ζητάμε το Δ.Σ. της ΟΛΜΕ να διαμορφώσει θέσεις και προτάσεις. Να ενημερώνει τις ΕΛΜΕ και τους Συλλόγους Διδασκόντων για να γίνονται συζητήσεις». Ενώ η ΔΑΚΕ πριν ακόμη από τον αντισυνδικαλιστικό νόμο που προετοιμάζει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, από τη μια υπονομεύει τις Γ.Σ.και από την άλλη προτείνει αλλαγή καταστατικού στις ΕΛΜΕ, ώστε οι αποφάσεις για απεργίες να παίρνονται από το 50% συν ένα, όλων των εκπαιδευτικών με ψηφοφορίες με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο και άλλες ευφάνταστες διαδικασίες ανά σχολείο. Την ίδια στιγμή διαμορφώνει αντιδραστικό μέτωπο με τη θρησκοληψία και τα παπαδαριά, χαιρετίζει σε εκδηλώσεις για τη Β. Ήπειρο, αρνείται την καταδίκη φασιστικών κρουσμάτων, ενώ μαζί με τα ΣΥΝΕΚ ουσιαστικά επικροτούν τη στάση της κυβέρνησης στη συμφωνία ΕΕ – Τουρκίας για τους πρόσφυγες .Στη ΔΟΕ οι ίδιες δυνάμεις αρνήθηκαν τη οποιαδήποτε συνδικαλιστική πράξη αλληλεγγύης στους πρόσφυγες, ενώ η ΔΑΚΕ αρνήθηκε την ψήφιση του κειμένου για το προσφυγικό που έβγαλε η ΑΔΕΔΥ.

Τι κάνουν όμως οι δυνάμεις που μιλάνε από τη σκοπιά του αγώνα;

Σημαντική ευθύνη για τη σημερινή κατάσταση έχουν και οι δυνάμεις του ΠΑΜΕ και ΜΕΤΑ στο εργατικό και εκπαιδευτικό κίνημα.

Για το ΠΑΜΕ η ταξική πάλη  οριοθετείται στα πλαίσια του χαρτοπόλεμου των αποκαλύψεων  και των συμπερασμάτων που πρέπει να βγάλει ο λαός για την εφαρμοζόμενη πολιτική με σαφή επιδίωξη αυτά να εκφραστούν εκλογικά προς όφελος των δυνάμεων του. Παρά την αποκάλυψη του ρόλου της κυβέρνησης, της Ε.Ε του κεφαλαίου και του χαρακτήρα των αναδιαρθρώσεων αρνείται τη γραμμή της  σύγκρουσης εφ’ όλης της ύλης με την επιχειρούμενη συντηρητική αναδιάρθρωση. Κομβικής σημασίας είναι η στάση απέναντι στην Ε.ΕΌταν όποια πέτρα και να σηκώσεις στην εκπαίδευση αποκαλύπτεται ο ρόλος της Ε.Ε το ΠΑΜΕ όχι μόνο δεν υιοθετεί τον ξεκάθαρο στόχο για έξοδο από Ε.Ε και ευρώ αλλά υιοθετεί την κινδυνολογία για καταστροφή εάν επιχειρηθεί τώρα, μεταθέτοντας την στο μακρινό μέλλον της λαϊκής εξουσίας. Υποβαθμίζει το μαζικό πολιτικό αγώνα και το αναγκαίο αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης σε επίπεδο κομματικής ζύμωσης υποτιμώντας τη δυνατότητα ανατροπής των κοινωνικών και πολιτικών συσχετισμών μέσα στο καμίνι της ενεργού δράσης ενάντια στις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις. Στάθηκε απέναντι σε όλες τις φάσεις ανάπτυξης του κινήματος όταν δε το ελέγχει. Υπερτονίζει την δύσκολη κατάσταση των συσχετισμών στο κίνημα ενισχύοντας την αίσθηση της αναποτελεσματικότητας των αγώνων και την ανημποριά στους εργαζόμενους. Στο όνομα της καλής προετοιμασίας και οργάνωσης των κινητοποιήσεων αρνείται την κατάθεση αγωνιστικού σχεδίου για την ανατροπή της πολιτικής κυβέρνησης  Ε.Ε. Δ.Ν.Τ. Κλείνει σε όλους τους τόνους την ανάγκη ενίσχυσης του ταξικού ρεύματος  κόντρα στις συμβιβασμένες ηγεσίες ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ ενώ στην πράξη ακολουθεί πιστά το σχεδιασμό τους και αρνείται το στοιχειώδη συντονισμό και την κοινή δράση στο κίνημα, ακόμη και όταν δημιουργούνται οι όροι (π.χ απεργία 24/11). Ακόμη περισσότερο φροντίζει να βάζει αντιπαραθετικές πρωτοβουλίες (π.χ αναπληρωτές, συλλαλητήριο 7/4) αντί για συνδιοργάνωση και συντονισμό για τη συσπείρωση των μέγιστων δυνατών δυνάμεων σπέρνοντας την απογοήτευση στους εργαζόμενους. Καταγγέλλει το Υπουργείο Παιδείας για την πολιτική του, όμως στην πράξη του δίνει χέρι βοήθειας όπως με τη στάση του στη θεματική εβδομάδα.

Οι δυνάμεις του ΜΕΤΑ (ΑΡΡΕΝ) πήραν διαζύγιο από τις ΣΥΝΕΚ/ΕΡΑ μετά την υπογραφή του 3ου μνημονίου αν και δυνάμεις τους παρέμειναν μέχρι το πρόσφατο διάστημα σε κοινά ψηφοδέλτια με την κυβερνητική παράταξη. Θεωρούν πως είναι οι συνεχιστές της παλιάς καλής εποχής των ΣΥΝΕΚ, ύστερα από την  «προδοσία» της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ. Επαναφέρουν με τον ίδιο τρόπο  την ενότητα στη βάση της ελάχιστης κοινής συμφωνίας και όχι των αναγκαίων πολιτικών στόχων- αιτημάτων. Αρνούνται να προτάξουν ως κομβικής σημασίας ζήτημα για την ανατροπή των αναδιαρθρώσεων το έξω από την Ε.Ε. και καλούν σε αντιμνημονιακό, δημοκρατικό αγώνα, όταν αυτή η γραμμή απέτυχε την προηγούμενη περίοδο. Παρά τα βήματα κοινής δράσης που έχουν γίνει το προηγούμενο διάστημα αρνούνται τη συμβολή στη δημιουργία  ενός ανεξάρτητου ταξικού κέντρου αγώνα που θα μπορούσε ν’ αλλάξει το τοπίο της ταξικής πάλης. Έτσι στην πράξη υποτάσσονται στο σχεδιασμό ΓΣΣΕ-ΑΔΕΔΥ.

Οι Παρεμβάσεις, ως πολύμορφο μέτωπο ποικίλων αντικαπιταλιστικών, αντιιμπεριαλιστικών, ριζοσπαστικών δυνάμεων και αγωνιστών, επιδιώκει την κοινή δράση με τις δυνάμεις του ΠΑΜΕ και του ΜΕΤΑ καθώς και τον ουσιαστικό διάλογο και αντιπαράθεση, που μπορεί να την προωθήσει.

Κρίσιμα ζητήματα της συζήτησης μπροστά στα συνέδρια ΟΛΜΕ – ΔΟΕ

Η επιδίωξη  μετατροπής των Ομοσπονδιών και των πρωτοβάθμιων σωματείων σε πολιτικούς μηχανισμούς προώθησης της αστικής πολιτικής στους εκπαιδευτικούς και η προσπάθεια ανατροπής του όποιου θετικού πλαισίου αιτημάτων καθώς και των αποφασιστικών  μορφών αγώνα  και οργάνωσης του κινήματος κατακτήθηκαν μέσα στους σοβαρούς αγώνες της προηγούμενης περιόδου, θα ενταθούν στην πορεία  και κατά τη διάρκεια των Συνεδρίων.

Είναι εξαιρετικής σημασίας ζήτημα ο συσχετισμός των δυνάμεων που θα προκύψει μέσα από τα Συνέδρια. Η ενίσχυση και όχι μόνο η διατήρηση δυνάμεων της ταξικής πτέρυγας του κινήματος αποτελεί  πρώτο σημαντικό στόχο. Είναι φανερό πως η πολιτική αστικής διαχείρισης της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ με την επιβολή δυσβάσταχτων μνημονιακών μέτρων σε βάρος του λαού δίνει τη δυνατότητα στον κυρίαρχο συνδικαλισμό να αντεπιτεθεί και να διεκδικήσει συνδικαλιστική, ιδεολογική και πολιτική  ανασύνταξη. Επιδιώκουν την δυσφήμηση των αξιών, των οραμάτων της Αριστεράς και του αγώνα για την κοινωνική χειραφέτηση. Η επίθεση αυτή είναι φανερό πως δε θα αφήσει ανέγγιχτη καμιά δύναμη της συνδικαλιστικής αριστεράς. Ακριβώς επειδή καταλαβαίνουν την επίδραση που μπορεί να έχει η ταξική πτέρυγα θα δεχθεί ιδιαίτερη επίθεση προκειμένου να κοντύνουν την επίδραση της ιδιαίτερα στο αγωνιστικό ρεύμα.

Η πολιτική μάχη των συνεδρίων όμως δεν μπορεί να μείνει μόνο εκεί. Η ανάγκη της ταξικής ανασυγκρότησης και ενός νέου  νικηφόρου εργατικού κινήματος  είναι αναγκαίο να προβληθεί πλατιά μέσα στους εκπαιδευτικούς όλη αυτή την περίοδο και μπροστά στη συνεχιζόμενη αντιλαϊκή πολιτική.

Τις άμαζες Γ.Σ, τις ασθενικές και άσφαιρες κινητοποιήσεις, δεν μπορεί να τις προσπερνάμε αδιάφορα γιατί έτσι δε συμβάλλουμε στην αντιστροφή της πραγματικότητας. Η ταξική πτέρυγα οφείλει να δώσει τη μάχη για την ανασυγκρότηση των σωματείων και τη συσπείρωση των εκπαιδευτικών σε αυτά, ιδιαίτερα σήμερα που σωματεία, εργατικά δικαιώματα και απεργία έχουν μπει στην κλίνη του Προκρούστη.

Τα εκπαιδευτικά σωματεία πρέπει να καταφέρουν να ενώσουν ουσιαστικά στη νέα περίοδο τους εργαζόμενους. Στην πολιτική του διαίρει και βασίλευε, του ατομικισμού και της επέκτασης της ελαστικής εργασίας με διαφορετικού τύπου συμβάσεις και τρόπου πρόσληψης από εδώ και πέρα π.χ ΕΑΕ, θα πρέπει να αποτελέσουν όργανα μιας νέας ταξικής ενότητας που θα διεκδικούν με γνώμονα τα ενιαία μισθολογικά, εργασιακά, ασφαλιστικά δικαιώματα για όλους και με ιδιαίτερη ματιά στο νέο κομμάτι των εκπαιδευτικών και των ελαστικά εργαζόμενων που πλήττονται ακόμη περισσότερο. Να ξεπεράσουμε τη καταστροφική αντιπαράθεση παλιός- νέος μόνιμος- αναπληρωτής. Η εκπροσώπηση στο Δ.Σ της ΟΛΜΕ με τις Παρεμβάσεις Δ.Ε της ελαστικής εργασίας είναι δηλωτικό της πρόθεσης η ελαστική εργασία να βγει στο προσκήνιο και να μην αποτελεί παιδί ενός κατώτερου θεού.

Χρειαζόμαστε σωματεία ακηδεμόνευτα από τη διοίκηση, το κράτος και τα παζάρια στους διαδρόμους των Υπουργείων. Όπου ο συνδικαλισμός δε θα είναι το σκαλοπάτι για την αναρρίχηση σε διοικητικές, κοινοβουλευτικές και κυβερνητικές θέσεις.

Θέλουμε συνδικάτα που θα στηρίζονται στην εργατική δημοκρατία και στον αποφασιστικό ρόλο των Γ.Σ. Συγκρουόμαστε με τον συνδικαλισμό που στοχεύει στη διάλυση των Γ.Σ ως αποφασιστικών οργάνων και τη μεταφορά της λήψης αποφάσεων σε καρεκλοκενταύρους επαγγελματίες τύπου ΓΣΕΕ. Τα σωματεία οφείλουν να σπάσουν τη λογική του εκπαιδευτικού ως πειθήνιο στρατιωτάκι που εφαρμόζει ό,τι έρχεται από τη διοίκηση. Το κάθε σχολείο να αποτελέσει κέντρο αγώνα και να ενισχυθεί η απόφαση για μπλοκάρισμα κάθε αντιδραστικής αναδιάρθρωσης. Το σωματείο οφείλει να οργανώσει και να ενισχύσει τον αγώνα στο χώρο εργασίας και όχι να επισείει το Δ/Υ Κώδικα και τους αντιλαϊκούς νόμους όπως κάνει και η διοίκηση.

Χρειαζόμαστε σωματεία που θα βάζουν στο κέντρο της ταξικής αντιπαράθεσης τη διεκδίκηση της μόνιμης και σταθερής δουλειάς με πλήρη δικαιώματα, τη μείωση του χρόνου εργασίας, τις αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις για αξιοπρεπή ζωή, τη δημόσια και δωρεάν εκπαίδευση των όλων και των ίσων, ενάντια στους ταξικούς φραγμούς και στη λεηλασία των μορφωτικών δικαιωμάτων. Σωματεία που δεν θα υποτάσσονται στις επιλογές της κυβέρνησης για ενίσχυση του κεφαλαίου και μοίρασμα της φτώχειας διεκδικώντας ψίχουλα για τον εκπαιδευτικό και τους μαθητές. Που θα προβάλουν ένα ενιαίο πλαίσιο αιτημάτων σύγκρουσης με τα ευρωμνημόνια, την συντηρητική αναδιάρθρωση της παιδείας και την πλήρη υποταγή της στην εξυπηρέτηση του καπιταλιστικού κέρδους. Με αιτήματα για κατάργηση όλων των μνημονιακών νόμων, ρήξη και έξοδο από Ε.Ε, ΟΟΣΑ δημοσιονομικά σύμφωνα σταθερότητας, διαγραφή του τοκογλυφικού χρέους, εθνικοποίηση των τραπεζών και των επιχειρήσεων με εργατικό κοινωνικό έλεγχο, αποδέσμευση από το ΝΑΤΟ και τα ιμπεριαλιστικά δεσμά, αποτροπή του πολέμου.

Πρέπει να διαμορφώσουμε σωματεία που δε θα υποτάσσονται στον σχεδιασμό των ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ αλλά θα βρουν δρόμους δημιουργίας αγωνιστικού κέντρου-συντονισμού των κοινωνικών αντιστάσεων σε πλήρη ανεξαρτησία από κυβέρνηση και εργοδοτικό συνδικαλισμό. Θέλουμε μαζικό, κοινό, ενωτικό διακλαδικό, συντονισμό πρωτοβάθμιων σωματείων και συλλογικοτήτων σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα που δε θα περιμένει την αγωνιστική έκρηξη, αλλά θα οργανώνει την πάλη των εργαζόμενων καθημερινά, θα αναδεικνύει συγκρουσιακές μορφές αγώνων και πάλης, θα προβάλλει το αναγκαίο πλαίσιο πάλης, θα οικοδομεί συμμαχία με την κοινωνία και τους μαθητές κόντρα στο συντεχνιασμό και τις τάσεις υποταγής.

Οφείλουμε να σκύψουμε στην παρακαταθήκη που άφησαν οι αγώνες του εκπαιδευτικού κινήματος της προηγούμενης περιόδου. Η μάχη της διαθεσιμότητας, της αξιολόγησης, το κλείσιμο της ΕΡΤ, των απεργών εκπαιδευτικών στην πολιτική επιστράτευση ήταν στιγμές μεγάλων  αγώνων. Οι αγώνες αυτοί νίκησαν γιατί ξεπέρασαν τα όρια της διαμαρτυρίας και αναπτύχθηκαν με αποφασιστικότητα, συγκρούστηκαν με το σύνολο της κυβερνητικής πολιτικής. Οργανώθηκαν, αποφασίστηκαν από μαζικές Γ.Σ, τους πήραν στις πλάτες τους οι εργαζόμενοι μέσα από επιτροπές αγώνα και απεργιακές επιτροπές. Νομιμοποίησαν το δίκιο των αναγκών και των δικαιωμάτων των εργαζόμενων, των μορφωτικών δικαιωμάτων των μαθητών κόντρα στις συμβιβασμένες ηγεσίες.

Πάνω στα βήματα αυτών των αγώνων, να υψώσουμε νέο μπόι αναμέτρησης και νίκης.

 

 

Αναδημοσίευση από selidodeiktis.edu.gr

 

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s


Αρέσει σε %d bloggers: